- πετροπήγαδο
- το, Νπηγάδι σκαμμένο σε βράχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετροπήγαδο — το πηγάδι ανοιγμένο σε βράχο: Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει, πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek